Oxford Spanish Dictionary
 
  
 epaulet [αμερικ ˈɛpəlɛt, βρετ ˈɛpəlɛt, ˈɛpɔːlɛt, ˌɛpəˈlɛt], epaulette ΟΥΣ
1. epaulet (on dress uniform):
-  
-  charretera θηλ
 
  
 -  
-  epaulette
στο λεξικό PONS
-  
-  epaulette
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
