Oxford Spanish Dictionary
elucidation [αμερικ əˌlusəˈdeɪʃ(ə)n, βρετ ɪˌl(j)uːsɪˈdeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ U
1. elucidation (of text, theory):
- elucidation
- dilucidación θηλ
- elucidation
- aclaración θηλ
2. elucidation (of mystery):
- elucidation
- esclarecimiento αρσ
-
- elucidation
-
- elucidation τυπικ
στο λεξικό PONS
elucidation ΟΥΣ
- elucidation τυπικ
-
- elucidation τυπικ
- explicación θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- elopement
- eloquence
- eloquent
- eloquently
- El Salvador
- elucidation
- elude
- elusive
- elusively
- elusiveness
- elver