Oxford Spanish Dictionary
disjunctive [αμερικ dɪsˈdʒəŋktɪv, βρετ dɪsˈdʒʌŋ(k)tɪv] ΕΠΊΘ
- disjunctive ΓΛΩΣΣ, ΜΑΘ, ΦΙΛΟΣ
-
- disyuntivo (disyuntiva)
- disjunctive
στο λεξικό PONS
- disyuntivo (-a)
- disjunctive
- conjunción disyuntiva ΓΛΩΣΣ
- disjunctive (conjunction)
- disyuntivo (-a)
- disjunctive
- conjunción disyuntiva ΓΛΩΣΣ
- disjunctive (conjunction)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.