στο λεξικό PONS
determinate [dɪˈtɜ:mɪnət, αμερικ -ˈtɜ:r-] ΕΠΊΘ
2. determinate (of specific scope):
- determinate
- determinado, -a
determinate [dɪ·ˈtɜr·mə·nɪt] ΕΠΊΘ
2. determinate (of specific scope):
- determinate
- determinado, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.