Oxford Spanish Dictionary
surgery <pl surgeries> [αμερικ ˈsərdʒ(ə)ri, βρετ ˈsəːdʒ(ə)ri] ΟΥΣ
1. surgery U (science):
2.1. surgery C (room):
- surgery βρετ
- consultorio αρσ
στο λεξικό PONS
surgery [ˈsɜ:dʒəri, αμερικ ˈsɜ:r-] ΟΥΣ
1. surgery βρετ, αυστραλ (medical practice):
2. surgery χωρίς πλ (medical operation):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dental nurse
- dental practitioner
- dental surgeon
- dental technician
- dentex
- dentist's surgery
- dentistry
- dentition
- denture
- dentures
- denude