Oxford Spanish Dictionary
decrepit [αμερικ dəˈkrɛpət, βρετ dɪˈkrɛpɪt] ΕΠΊΘ
1. decrepit (dilapidated, worn-out):
2. decrepit (infirm):
- decrepit person/animal
-
στο λεξικό PONS
decrepit [dɪˈkrepɪt] ΕΠΊΘ (in bad condition)
decrepit [dɪ·ˈkrep·ɪt] ΕΠΊΘ
- decrépito (-a)
- decrepit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.