Oxford Spanish Dictionary
cerebral [αμερικ səˈribrəl, ˈsɛrəbrəl, βρετ ˈsɛrɪbr(ə)l, səˈriːbr(ə)l] ΕΠΊΘ
1. cerebral person/music:
- cerebral
- cerebral
2. cerebral ΑΝΑΤ:
- cerebral
- cerebral
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.