I. bodacious [αμερικ ˌboʊˈdeɪʃəs, βρετ bəʊˈdeɪʃəs] ΕΠΊΘ αμερικ οικ
- bodacious
-
II. bodacious [αμερικ ˌboʊˈdeɪʃəs, βρετ bəʊˈdeɪʃəs] ΕΠΊΡΡ αμερικ οικ as intensifier
- bodacious
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- bobby socks
- bobby sox
- bobby-soxer
- bobcat
- bobskate
- bodacious
- bode
- bodega
- bodge
- bodice
- -bodied