blameable [αμερικ ˈbleɪməb(ə)l, βρετ ˈbleɪməb(ə)l] ΕΠΊΘ
blameable → blameworthy
blameworthy [αμερικ ˈbleɪmˌwərði, βρετ ˈbleɪmwəːði] ΕΠΊΘ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.