associative [αμερικ əˈsoʊʃiˌeɪdɪv, əˈsoʊsiˌeɪdɪv, əˈsoʊʃ(i)ədɪv, əˈsoʊsiədɪv, βρετ əˈsəʊʃ(ɪ)ətɪv, əˈsəʊsɪətɪv] ΕΠΊΘ
- associative
-
- associative ΜΑΘ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.