I. anticonvulsant [αμερικ ˌæn(t)ikənˈvəlsənt, ˌænˌtaɪkənˈvəlsənt, βρετ ˌantɪkənˈvʌls(ə)nt] ΟΥΣ
- anticonvulsant
- anticonvulsivo αρσ
II. anticonvulsant [αμερικ ˌæn(t)ikənˈvəlsənt, ˌænˌtaɪkənˈvəlsənt, βρετ ˌantɪkənˈvʌls(ə)nt] ΕΠΊΘ
- anticonvulsant
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.