aetiological [αμερικ ˌidiəˈlɑdʒək(ə)l, βρετ ˌiːtɪəˈlɒdʒɪk(ə)l] ΕΠΊΘ βρετ
aetiological → etiological
etiological [αμερικ ˌidiəˈlɑdʒək(ə)l, βρετ ˌiːtɪəˈlɒdʒɪk(ə)l] ΕΠΊΘ usu προσδιορ αμερικ
etiological [αμερικ ˌidiəˈlɑdʒək(ə)l, βρετ ˌiːtɪəˈlɒdʒɪk(ə)l] ΕΠΊΘ usu προσδιορ αμερικ
- etiologíco (etiologíca)
- etiological αμερικ
- etiologíco (etiologíca)
- aetiological βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.