adventurist [αμερικ ədˈvɛn(t)ʃəˌrəst, ædˈvɛn(t)ʃəˌrəst, βρετ ədˈvɛn(t)ʃərɪst] ΕΠΊΘ
- adventurist
-
- adventurist
- aventurerista λατινοαμερ
-
- adventurist
-
- adventurist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.