admissibility [αμερικ ədˌmɪsəˈbɪlədi, βρετ ədmɪsəˈbɪləti] ΟΥΣ U
1. admissibility ΝΟΜ (of evidence):
-  admissibility
 -  admisibilidad θηλ
 
 
 -  
 -  admissibility
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.