I. Europhile [αμερικ ˈjəroʊˌfaɪl, ˈjuroʊˌfaɪl, βρετ ˈjʊərə(ʊ)fʌɪl] ΕΠΊΘ
- Europhile
-
II. Europhile [αμερικ ˈjəroʊˌfaɪl, ˈjuroʊˌfaɪl, βρετ ˈjʊərə(ʊ)fʌɪl] ΟΥΣ
- Europhile
- europeísta αρσ θηλ
- eurófilo (eurófila)
- Europhile
-
- Europhile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.