στο λεξικό PONS
wom·en's ˈref·uge ΟΥΣ
ref·uge [ˈrefju:ʤ] ΟΥΣ
1. refuge (secure place):
wom·en [ˈwɪmɪn] ΟΥΣ
women pl of woman
I. wom·an <pl women> ΟΥΣ [ˈwʊmən, pl wɪmɪn]
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
refuge ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.