sand·er [ˈsændəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
- sander
-
sander ΟΥΣ
- sander ΤΕΧΝΟΛ
- Schleifgerät ουδ
- sander ΤΕΧΝΟΛ
- Schleifer αρσ
belt sander ΟΥΣ
- belt sander ΤΕΧΝΟΛ
- Bandschleifer αρσ
- belt sander ΤΕΧΝΟΛ
- Bandschleifgerät ουδ
sheet sander ΟΥΣ
- sheet sander ΤΕΧΝΟΛ
- Schwingschleifer αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.