I. gimp [gɪmp] ΟΥΣ αμερικ μειωτ οικ
- gimp
-
II. gimp [gɪmp] ΕΠΊΘ esp αμερικ μειωτ αργκ (contemptible)
- gimp nomination, role, part, performance
-
- gimp nomination, role, part, performance
- verkrüppelt <-er, -este>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.