ge·stalt [gəˈʃtælt, αμερικ -ˈʃtɑ:lt] ΟΥΣ usu ενικ ΨΥΧ
- gestalt
- Gestalt θηλ <-, -en>
ge·stalt psy·ˈchol·ogy ΟΥΣ no pl
- gestalt psychology
-
ge·stalt psycho·ˈthera·py ΟΥΣ no pl
- gestalt psychotherapy
- Gestalttherapie θηλ
-
- Gestalt philosophy
-
- Gestalt psychology
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.