στο λεξικό PONS
fi·nan·cial [faɪˈnæn(t)ʃəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
suc·cess <pl -es> [səkˈses] ΟΥΣ
1. success no pl (attaining goal):
2. success (successful person or thing):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
financial success ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
success ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Erfolg αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.