στο λεξικό PONS
dis·pos·able ˈlenses ΟΥΣ pl
lens <pl -es> [lenz] ΟΥΣ
I. dis·pos·able [dɪˈspəʊzəbl̩, αμερικ -ˈspoʊ-] ΕΠΊΘ
1. disposable articles:
2. disposable (dismissible):
3. disposable ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. dis·pos·able [dɪˈspəʊzəbl̩, αμερικ -ˈspoʊ-] ΟΥΣ
- disposables pl
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
disposable ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.