στο λεξικό PONS
ˈchair·wom·an ΟΥΣ
- chairwoman
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
chairwoman ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- chairwoman
- Vorsitzende θηλ
regional chairwoman ΟΥΣ ΤΜΉΜ
- regional chairwoman
-
vice chairwoman ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- vice chairwoman
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.