στο λεξικό PONS
buy·er's ˈsur·plus ΟΥΣ
I. sur·plus <pl -es> [ˈsɜ:pləs, αμερικ ˈsɜ:r-] ΟΥΣ
1. surplus (excess):
2. surplus (financial):
II. sur·plus [ˈsɜ:pləs, αμερικ ˈsɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. surplus (extra):
2. surplus (dispensable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
buyer ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Pensionsnehmer αρσ
surplus ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
surplus ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Aktivsaldo αρσ
surplus ΟΥΣ CTRL
-
- Überbestand αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
surplus [ˈsɜːpləs] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
surplus [ˈsɜːpləs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.