στο λεξικό PONS
I. ba·na·na [bəˈnɑ:nə, αμερικ -ˈnænə] ΟΥΣ
II. ba·na·na [bəˈnɑ:nə, αμερικ -ˈnænə] ΟΥΣ modifier
banana (ice cream, cake):
I. fami·ly [ˈfæməli] ΟΥΣ
1. family + ενικ/pl ρήμα (relations):
2. family no pl, + ενικ/pl ρήμα (family members):
3. family + ενικ/pl ρήμα (lineage):
5. family (employees, staff):
II. fami·ly [ˈfæməli] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. family (involving family):
2. family (including children):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
banana family, musaceae ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.