aes·thet·ics, αμερικ also es·thet·ics [i:sˈθetɪks, αμερικ esˈθet̬-] ΟΥΣ no pl
- aesthetics
-
re·la·tion·al aes·ˈthe·tics ΟΥΣ pl ΤΈΧΝΗ
- relational aesthetics ειδικ ορολ
- Relational Aesthetics pl
- relational aesthetics ειδικ ορολ
-
-
- aesthetics + ενικ ρήμα
-
- aesthetics βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.