στο λεξικό PONS
Creutzfeldt-Jakob dis·ease [ˌkrɔɪtsfeltˈjækɒb-, αμερικ -kəb-] ΟΥΣ
- Creutzfeldt-Jakob disease
-
-
- Creutzfeldt-Jakob disease
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Creutzfeldt-Jakob disease (CJD), kuru ΟΥΣ
-
- Creutzfeldt-Jakob-Krankheit
-
- Kuru (Prionen-Krankheit bei Menschen)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.