Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sexy [βρετ ˈsɛksi, αμερικ ˈsɛksi] ΕΠΊΘ οικ
1. sexy (erotic):
- sexy book, film, show
-
- sexy person, clothing
- sexy οικ
2. sexy ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ (appealing):
- sexy image, product, slogan etc
-
στο λεξικό PONS
sexy <-ier, -iest> [ˈseksi] ΕΠΊΘ οικ
- sexy person, dress
- sexy
- sexy book, film
-
- sexy
- sexy
-
- sexy
sexy <-ier, -iest> [ˈsek·si] ΕΠΊΘ οικ
- sexy person, dress
- sexy
- sexy book, film
-
- sexy
- sexy
- affriolant(e)
- sexy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.