Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sartorial [βρετ sɑːˈtɔːrɪəl, αμερικ sɑrˈtɔriəl] ΕΠΊΘ τυπικ
sartorial elegance, eccentricity:
- sartorial
-
στο λεξικό PONS
sartorial [sɑ:ˈtɔ:riəl, αμερικ sɑ:rˈ-] ΕΠΊΘ τυπικ
- sartorial
-
sartorial [sar·ˈtɔr·i·əl] ΕΠΊΘ τυπικ
- sartorial
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.