provisory [βρετ prəˈvʌɪz(ə)ri, αμερικ prəˈvaɪz(ə)ri, proʊˈvaɪz(ə)ri] ΕΠΊΘ
provisory contract, clause, agreement:
- provisory
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.