Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
Platonic [βρετ pləˈtɒnɪk, αμερικ pləˈtɑnɪk] ΕΠΊΘ
1. Platonic:
- Platonic, a. platonic love, relationship
-
2. Platonic ΦΙΛΟΣ:
- Platonic archetype, ideal
-
-
- platonic
- platonicien (platonicienne)
- Platonic
στο λεξικό PONS
platonic [pləˈtɒnɪk, αμερικ -ˈtɑ:nɪk] ΕΠΊΘ
- platonic
-
-
- platonic
platonic [plə·ˈta·nɪk] ΕΠΊΘ
- platonic
-
-
- platonic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.