overqualified [βρετ əʊvəˈkwɒlɪfʌɪd, αμερικ ˌoʊvərˈkwɔləfaɪd] ΕΠΊΘ
- overqualified
-
- surqualifié (surqualifiée)
- overqualified
- surdiplômé (surdiplômée)
- overqualified
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.