neurosurgical [βρετ ˌnjʊərəʊˈsəːdʒɪk(ə)l, αμερικ ˌn(j)ʊroʊˈsərdʒək(ə)l] ΕΠΊΘ
- neurosurgical technique, institution, patient
-
- neurosurgical operation
-
- neurochirurgical (neurochirurgicale)
- neurosurgical
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.