necrophile [βρετ ˈnɛkrəfʌɪl, αμερικ ˈnɛkrəˌfaɪl] ΟΥΣ
necrophile → necrophiliac
necrophiliac [βρετ ˌnɛkrə(ʊ)ˈfɪlɪak, αμερικ ˌnɛkrəˈfɪliˌæk] ΟΥΣ ΕΠΊΘ
-
- nécrophile αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.