I. minimalist [βρετ ˈmɪnɪm(ə)lɪst, αμερικ ˈmɪnəmələst] ΟΥΣ
- minimalist
- minimaliste αρσ θηλ
II. minimalist [βρετ ˈmɪnɪm(ə)lɪst, αμερικ ˈmɪnəmələst] ΕΠΊΘ
- minimalist
-
-
- minimalist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.