macroeconomic [βρετ ˌmakrəʊiːkəˈnɒmɪk, ˌmakrəʊˌɛkəˈnɒmɪk, αμερικ ˈmækroʊˌɛkəˈnɑmɪk, ˈmækroʊˌikəˈnɑmɪk] ΕΠΊΘ
- macroeconomic
-
-
- macroeconomic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.