Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. irritant [βρετ ˈɪrɪt(ə)nt, αμερικ ˈɪrədənt] ΟΥΣ
1. irritant (noise, situation etc):
- irritant
-
2. irritant (substance):
- irritant
- irritant αρσ
II. irritant [βρετ ˈɪrɪt(ə)nt, αμερικ ˈɪrədənt] ΕΠΊΘ
- irritant
- irritant
- irritant (irritante)
- irritant
- irritant ΦΑΡΜ, ΙΑΤΡ
- irritant
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.