Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inapt [βρετ ɪnˈapt, αμερικ ɪˈnæpt] ΕΠΊΘ
1. inapt (inappropriate):
- inapt expression, term
-
- inapt behaviour, remark
-
2. inapt (incompetent):
- inapt person
-
στο λεξικό PONS
inapt [ɪnˈæpt] ΕΠΊΘ
- inapt
-
inapt [ɪn·ˈæpt] ΕΠΊΘ
- inapt
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.