impersonally [βρετ ɪmˈpəːs(ə)n(ə)li, αμερικ ɪmˈpərs(ə)nəli] ΕΠΊΡΡ
1. impersonally (impartially):
- impersonally assess, judge
-
2. impersonally (coldly):
- impersonally
-
3. impersonally ΓΛΩΣΣ:
- impersonally
-
-
- impersonally, dispassionately
-
- impersonally
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.