gad [βρετ ɡad, αμερικ ɡæd] ΕΠΙΦΏΝ παρωχ a. by gad
- gad
- sapristi παρωχ
gad about ΡΉΜΑ [βρετ ɡad -, αμερικ ɡæd -], gad around ΡΉΜΑ οικ <μετ ενεστ gadding; απλ παρελθ, μετ παρακειμ gadded>
- gad about
- vadrouiller οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.