Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fragmentary [βρετ ˈfraɡm(ə)nt(ə)ri, αμερικ ˈfræɡmənˌtɛri] ΕΠΊΘ
1. fragmentary (gen):
- fragmentary evidence, recollection, nature
-
2. fragmentary ΓΕΩΛ:
- fragmentary material
-
- fragmentaire informations, connaissance
- patchy, fragmentary
στο λεξικό PONS
fragmentary [ˈfrægməntri] ΕΠΊΘ
- fragmentary
-
fragmentary [ˈfræg·mən·ter·i] ΕΠΊΘ
- fragmentary
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.