fecund [βρετ ˈfɛk(ə)nd, ˈfiːk(ə)nd, αμερικ ˈfɛkənd, ˈfikənd] ΕΠΊΘ (all contexts)
- fecund λογοτεχνικό
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.