 
  
 electromechanical [βρετ ɪˌlɛktrəʊmɪˈkanɪk(ə)l, αμερικ əˌlɛktroʊməˈkænək(ə)l] ΕΠΊΘ
-  electromechanical
-  
 
  
 -  
-  electromechanical
-  
-  electromechanical engineering
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
