στο λεξικό PONS
eerie <-r, -st> [ˈɪərɪ, αμερικ ˈɪrɪ], eery <-ier, -iest> ΕΠΊΘ
2. eerie (mysterious):
3. eerie (frightening):
eerie <-r, -st> [ˈɪr·i], eery <-ier, -iest> ΕΠΊΘ
2. eerie (mysterious):
3. eerie (frightening):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.