dutifully [βρετ ˈdjuːtɪf(ə)li, ˈdʒuːtɪf(ə)li, αμερικ ˈd(j)udəfəli] ΕΠΊΡΡ
1. dutifully (obediently):
-  dutifully
 -  
 
2. dutifully (conscientiously):
-  dutifully work
 -  
 
 
 -  
 -  dutifully
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.