I. deuced [βρετ ˈdjuːsɪd, djuːst, αμερικ d(j)ust, ˈd(j)usəd] παρωχ, οικ ΕΠΊΘ
- deuced
-
II. deuced [βρετ ˈdjuːsɪd, djuːst, αμερικ d(j)ust, ˈd(j)usəd] παρωχ, οικ ΕΠΊΡΡ
- deuced
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.