chimeric [βρετ kʌɪˈmɛrɪk, kɪˈmɛrɪk, αμερικ kaɪˈmɛrɪk, kəˈmɛrɪk] ΕΠΊΘ
1. chimeric (gen):
-  chimeric
-  
2. chimeric ΒΙΟΛ:
-  chimeric gene, DNA
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
