changeless [βρετ ˈtʃeɪn(d)ʒləs, αμερικ ˈtʃeɪndʒləs] ΕΠΊΘ
-  changeless law, rite, routine, passion
-  
-  changeless appearance, image
-  
-  changeless character
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
