Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. amethyst [βρετ ˈaməθɪst, αμερικ ˈæməθəst] ΟΥΣ
1. amethyst (gem):
-  amethyst
-  améthyste θηλ
-  amethyst προσδιορ necklace, brooch
-  
2. amethyst (colour):
-  amethyst
-  
II. amethyst [βρετ ˈaməθɪst, αμερικ ˈæməθəst] ΕΠΊΘ a. amethyst-coloured
-  amethyst
-  
 
  
 -  
-  amethyst
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  amethyst
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
