I. Magyar [βρετ ˈmaɡjɑː, αμερικ ˈmæɡjɑr] ΟΥΣ
1. Magyar (person):
- Magyar
- Magyar αρσ θηλ
2. Magyar (language):
- Magyar
- magyar αρσ
II. Magyar [βρετ ˈmaɡjɑː, αμερικ ˈmæɡjɑr] ΕΠΊΘ
- Magyar
- magyar
- magyar (magyare)
- Magyar
- Magyar (Magyare)
- Magyar
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.