I. Congregationalist [βρετ ˌkɒŋɡrɪˈɡeɪʃ(ə)n(ə)lɪst, αμερικ ˌkɑŋɡrəˈɡeɪʃ(ə)n(ə)ləst] ΟΥΣ
- Congregationalist
- Congrégationaliste αρσ θηλ
II. Congregationalist [βρετ ˌkɒŋɡrɪˈɡeɪʃ(ə)n(ə)lɪst, αμερικ ˌkɑŋɡrəˈɡeɪʃ(ə)n(ə)ləst] ΕΠΊΘ
- Congregationalist
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.